- ὑπουλότης
- ὑπουλότηςtreacheryfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὑπουλότητα — ὑπουλότης treachery fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπουλότητος — ὑπουλότης treachery fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπουλότητα — η / ὑπουλότης, ητος, ΝΜΑ [ὕπουλος] η ιδιότητα τού ύπουλου, κρυμμένη κακία, δολιότητα («τῇ ξενοδοχίᾳ ἡ γα οτριμαργία συμπλέκεται... τῇ πραΰτητι ἡ ὑπουλότης», Ιω. Κλίμ.) μσν. αρχ. μτφ. αλλοίωση, διαφθορά … Dictionary of Greek
ՄԵՂՄԵԽԱՆՔ — (նաց.) NBH 2 0248 Chronological Sequence: Early classical գ. ՄԵՂՄԵԽԱՆՔ կամ ՄԵՂՄԵՂԱՆՔ. ὐπουλότης vitium latens et incultum κολακία adulatio κακουργία fraus, stellionatus ἑκστροφή inversio եւն. Կեղծաւորութիւն. մեղմ եւ պատիր գործ՝ ձայն, եւ հայեցուած … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՄԵՂՄԵՂԱՆՔ — (նաց.) NBH 2 0248 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 12c գ. ՄԵՂՄԵԽԱՆՔ կամ ՄԵՂՄԵՂԱՆՔ. ὐπουλότης vitium latens et incultum κολακία adulatio κακουργία fraus, stellionatus ἑκστροφή inversio եւն. Կեղծաւորութիւն. մեղմ եւ պատիր գործ՝ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)